Γλυκέρα

Γλυκέρα
Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Η Σικιωνία (4ος αι. π.Χ.). Υπήρξε εταίρα του διάσημου ζωγράφου Παυσία. Η Γ. ήταν φτωχή κόρη η οποία πουλούσε άνθινα στέφανα, που τα έπλεκε όμως με τόση καλαισθησία, ώστε ο ζωγράφος Παυσίας μιμήθηκε την τέχνη της και ειδικεύτηκε στη ζωγραφική στεφάνων. Ένα από τα έργα του αυτά είναι η ΣτεφανηπλόκοςΣτεφανόπωλις, που εικονίζει κορίτσι το οποίο έφερε στεφάνι. Είναι πιθανό το κορίτσι αυτό να ήταν η Γ. Αντίγραφο του έργου είχε αγοράσει ο Λούκουλος στην Αθήνα σε γιορτή των Διονυσίων. 2. Αθηναία εταίρα (4ος αι. π.Χ.). Φίλη του Άρπαλου, την οποία πήρε μαζί του στην Ταρσό της Κιλικίας μετά τον θάνατο της φίλης του εταίρας Πυθιονίκης (325; π.Χ.). Ζούσε στο ανάκτορό του με τιμές βασίλισσας και ήταν πολύ δημοφιλής στον λαό του. Λέγεται ότι, με παράκλησή της έστειλε ο Άρπαλος στην Αθήνα, την πατρίδα της, σιτάρι, όταν σημειώθηκε εκεί έλλειψή του. Το 324 π.Χ. γύρισε οριστικά πια στην Αθήνα και έζησε εκεί έως τον θάνατό της. 3. Εταίρα του Πραξιτέλη (4ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τις Θεσπιές της Βοιωτίας. Η Γ. δώρισε στην πατρίδα της έργο του εραστή της, τον περίφημο Έρωτα, αφού προηγουμένως φρόντισε να πληροφορηθεί από τον ίδιο τον Πραξιτέλη ποιο από τα έργα του έκρινε ως άριστο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Γλυκέρα — Γλυκέρᾱ , Γλυκέρα fem nom/voc/acc dual Γλυκέρα fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκερά — γλυκερός neut nom/voc/acc pl γλυκερά̱ , γλυκερός fem nom/voc/acc dual γλυκερά̱ , γλυκερός fem nom/voc sg (attic doric aeolic) γλυκύς sweet to the taste neut nom/voc/acc pl γλυκερά̱ , γλυκύς sweet to the taste fem nom/voc/acc dual γλυκερά̱ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γλυκέρᾳ — Γλυκέραι , Γλυκέρα fem nom/voc pl Γλυκέρᾱͅ , Γλυκέρα fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γλυκέρας — Γλυκέρᾱς , Γλυκέρα fem acc pl Γλυκέρᾱς , Γλυκέρα fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γλυκέραι — Γλυκέρα fem nom/voc pl Γλυκέρᾱͅ , Γλυκέρα fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκεράν — γλυκερά̱ν , γλυκερός fem acc sg (attic doric aeolic) γλυκερά̱ν , γλυκύς sweet to the taste fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκεράς — γλυκερά̱ς , γλυκερός fem acc pl γλυκερά̱ς , γλυκύς sweet to the taste fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γλυκερῶν — Γλυκέρα fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γλυκέραν — Γλυκέρα fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άρπαλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο πρεσβύτερος (αρχές 4ου αι. π.Χ.). Πατέρας του Κάλα, στρατηγού του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και θείος του Α. του νεότερου. 2. Α. ο νεότερος (;354 – 323 π.Χ.). Γιος του Μαχάτα, απόγονου του ήρωα Ελίμου. Παιδικός φίλος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”